- προεισπέμπω
- Αστέλνω κάποιον κάπου προηγουμένως («προεισπέμψας οὖν ὁ Κῡρος προσκόπους... αὐτὸς οὕτως εἰσήει», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + εἰσπέμπω «στέλνω κάποιον κάπου»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεισπέμπει — προεισπέμπω send in before pres ind mp 2nd sg προεισπέμπει , προεισπέμπω send in before pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
προεισεπέμπου — προεισπέμπω send in before imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισπέμπεται — προεισπέμπω send in before pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισπέμψας — προεισπέμψᾱς , προεισπέμπω send in before aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)